τραχηλοδεσμοτης

τραχηλοδεσμοτης
    τραχηλοδεσμότης
    τρᾰχηλο-δεσμότης
    -ου adj. m охватывающий шею
    

(κλοιός Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τραχηλοδεσμοτης" в других словарях:

  • τραχηλοδεσμότης — ὁ, Α αυτός που δεσμεύει τον τράχηλο («τραχηλοδεσμότας κλοιούς», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + δεσμός + κατάλ. της*] …   Dictionary of Greek

  • τραχηλοδεσμότας — τραχηλοδεσμότᾱς , τραχηλοδεσμότης chaining the neck masc acc pl τραχηλοδεσμότᾱς , τραχηλοδεσμότης chaining the neck masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»